- ανωμαλοτης
- ἀνωμαλότηςἀνωμᾰλότης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανωμαλότης — ἀνωμαλότης, η (Α) ανωμαλία … Dictionary of Greek
ἀνωμαλότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητα — ἀνωμαλότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητι — ἀνωμαλότης fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωμαλότητος — ἀνωμαλότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)